ητακιστής

ητακιστής
ο
αυτός που ακολουθεί την ερασμική προφορά τού γράμματος ήτα ως ēta. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. etacist < eta, προφορά τού η κατά την ερασμική θεωρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ητακιστικός — ή, ό [ητακιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στον ητακισμο 2. φρ. «ητακιστική προφορά» η ερασμική προφορά, σύμφωνα με την οποία το γράμμα ήτα προφερόταν ως ēta, σε αντιδιαστολή προς την ιωτακιστική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”